Μια απλή φράση που εμπεριέχει την ουσία μιας υπαρξιακής εμπειρίας. Δεν ειπώθηκε με παράπονο, ούτε ως παραίτηση. Ειπώθηκε από μια γυναίκα 40 ετών με την καθαρότητα μιας εσωτερικής επίγνωσης.
Η ενηλικίωση δεν ξεκινά στα 18.
Δεν υπογράφεται με κάποιο νομικό δικαίωμα ή ηλικιακό όριο. Δεν είναι υπόθεση αριθμών. Δεν είναι γραμμική ούτε αναίμακτη. Δεν συντελείται σε δεδομένους ηλικιακούς κύκλους. Είναι κάτι πολύ πιο ήσυχο και πολλές φορές επώδυνο. Ο πόνος της ενηλικίωσης δεν είναι θεαματικός. Είναι υπόγειος, σχεδόν λεπτομερής. Μοιάζει με εκείνο το βάρος που δεν εξηγείται, με μια κόπωση στην ψυχή που δεν φαίνεται απ’ έξω. Είναι η αγωνία να αλλάξεις κάτι μέσα σου χωρίς να ξέρεις ακριβώς τι, είναι η θλίψη για πράγματα που κάποτε σε καθόριζαν και τώρα δεν σε εκφράζουν πια.
Συμβαίνει κάποιες νύχτες που κοιτάς το ταβάνι και νιώθεις πως δεν χωράς στην προηγούμενη ζωής σου. Ή κάποιες μέρες που παλεύεις να φανείς «καλά» ενώ μέσα σου πενθείς για κάτι που δεν μπορείς ακόμα να ονομάσεις. Μπορεί να εμφανίζεται ως μια αόριστη κόπωση, ως συναισθηματικό μούδιασμα, ως η αίσθηση ότι είσαι “εκτός τόπου” ακόμη κι όταν όλα φαντάζουν σωστά. Άλλοτε αθόρυβα και άλλοτε με δραματικότητα, η ενηλικίωση συμβαίνει σε κάθε εσωτερική στροφή.
Με την ενηλικίωση έρχεται κι ένα είδος πένθους που δεν έχει τελετουργίες. Υπάρχει πόνος στο να αφήνουμε το οικείο πίσω μας ακόμη κι αν αυτό το οικείο μας πλήγωνε. Υπάρχει πένθος στη συνειδητοποίηση ότι κάποιες σχέσεις δε μπορούν να μεγαλώσουν μαζί μας. Πενθούμε τις παιδικές μας εκδοχές, τα “ίσως” που δεν ευοδώθηκαν, τις προσδοκίες που ξεθώριασαν, την αθωότητα. Οι ήρωες έχουν αδυναμίες, οι γονείς είναι άνθρωποι και οι σχέσεις δεν εγγυώνται την αγάπη.
Πονάει η ενηλικίωση γιατί, κάποιες φορές, πρέπει να απογοητεύσουμε εκείνους που αγαπάμε.
Πονάει γιατί ίσως χρειαστεί να σταθούμε απέναντι σε ό,τι μας δόθηκε άκριτα.
Πονάει γιατί, για να προχωρήσουμε, ίσως χρειαστεί να συγχωρέσουμε πράγματα που δεν ήταν ποτέ δίκαια.
Πονάει γιατί η αυτογνωσία σπάνια έρχεται χωρίς κόστος.
Το μεγάλωμα απαιτεί θάρρος: να αποχαιρετάς βεβαιότητες, να αναγνωρίζεις αυταπάτες, να αποστασιοποιείσαι από ρόλους που κάποτε υπήρξαν σωσίβια. Κι όμως, είναι ακριβώς αυτός ο πόνος που μαρτυρά πως κάτι μέσα σου αλλάζει. Όχι επιφανειακά. Βαθιά. Ριζικά.
Η ενηλικίωση συμβαίνει όταν σταματάμε να αποδεικνύουμε και αρχίζουμε να υπάρχουμε. Όταν η εσωτερική μας πυξίδα γίνεται πιο σημαντική από τις εξωτερικές επιταγές. Όταν επιτρέπουμε στον εαυτό μας να μας δουν, να μας αγγίξουν, να μας στηρίξουν. Ενηλικίωση δεν σημαίνει να αντέχουμε τα πάντα. Σημαίνει να αποδεχόμαστε ότι χρειαζόμαστε συντροφιά στο δύσβατο. Ότι έχουμε δικαίωμα να κουραζόμαστε, να αμφιβάλουμε, να ξαναρχίζουμε.
Σε κάθε θεραπευτική σχέση έρχεται κάποια στιγμή αυτό το κομβικό σημείο: όταν ο άνθρωπος μπροστά σου δεν ψάχνει πια “λύσεις”, αλλά χώρο. Χώρο να πενθήσει τα κομμάτια του που άφησε πίσω. Να επανεφεύρει την ταυτότητά του, να αποδεχτεί τα κενά, να δώσει νέο νόημα στη σιωπή του. Στην ψυχοθεραπεία, όταν ακούγεται η φράση «πονάει η ενηλικίωση» , αυτό που συχνά εννοείται είναι: «κουβαλάω πράγματα που μέχρι τώρα δεν είχα λέξεις να τα περιγράψω».
Η ενηλικίωση πονά. Μα συνάμα είναι μια πράξη εσωτερικής επανάστασης. Είναι η απόφαση να ζεις με συνέπεια προς την αλήθεια σου, ακόμη κι όταν αυτή η αλήθεια σε φέρνει σε ρήξη με ό,τι γνώριζες μέχρι τώρα. Είναι το να δώσεις την άδεια στον εαυτό σου να βρει τις λέξεις.
Ναι, πονάει να μεγαλώνεις.
Αλλά μέσα σ’ αυτόν τον πόνο γεννιέται κάτι ανεκτίμητο:
Μια ζωή που σου ανήκει.
Ένας εαυτός που σέβεσαι.
Μια πορεία που δεν είναι εύκολη, αλλά είναι δική σου.